- εὐίλατος
- εὐίλατοςvery mercifulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευίλατος — εὐίλατος, ον (ΑΜ) ο πολύ φιλεύσπλαγχνος, ο ελεήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ίλατος (< ιλάσκομαι), πρβλ. αν ίλατος] … Dictionary of Greek
εὐίλατον — εὐίλατος very merciful masc/fem acc sg εὐίλατος very merciful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐιλάτου — εὐίλατος very merciful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευιλατεύω — εὐιλατεύω (ΑΜ) [ευίλατος] είμαι φιλεύσπλαγχνος, ελεήμων … Dictionary of Greek
ՔԱՒԻՉ — (ւչի.) NBH 2 1001 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c ա. ἴλεως, εὑΐλατος propitius. եւ բայիւ εὑϊλατεύω, ἑξιλάομαι propitior, expio. Որ քաւէ. քաւօղ. *Քաւիչ ամենայնի: Քաւիչ մեղանաց բազմաց: Քաւիչ մեղաց, եւ կատարիչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)